Μεiζον πρόβλημα δημόσιας υγεiας ο αόρατος ΚΙΝΔΥΝΟΣ.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι τα μη διεγνωσμένα περιστατικά, λόγω της απουσίας συμπτωμάτων, ενώ εξαιρετικής σημασίας είναι και η πρόληψη νέων μολύνσεων
Οι ιογενείς ηπατίτιδες είναι σήμερα η όγδοη αιτία θανάτου, αποτελώντας μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. Αν και, στις μέρες μας, υπάρχουν νέες αποτελεσματικές θεραπείες, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι τα μη διεγνωσμένα περιστατικά, λόγω της απουσίας συμπτωμάτων, ενώ εξαιρετικής σημασίας είναι και η πρόληψη νέων μολύνσεων.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί με τον ιό της ηπατίτιδας Β και 350 εκατομμύρια ζουν με χρόνια λοίμωξη. Η Ελλάδα ανήκει στις περιοχές με ενδιάμεση ενδημικότητα και υπολογίζεται ότι 300.000 άνθρωποι είναι φορείς της ηπατίτιδας Β’ ενώ πιο πρόσφατες μελέτες σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες εκτιμούν το ποσοστό επιπολασμού της HBV λοίμωξης μεταξύ 0,84% (αιμοδότες) και 2,6% (γενικός πληθυσμός). Επίσης, 170 εκατομμύρια άνθρωποι υπολογίζεται σήμερα ότι πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα C, ενώ 3-4 εκατομμύρια νέες μολύνσεις συμβαίνουν κάθε χρόνο.
«Η 28η Ιουλίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ιογενούς Ηπατίτιδας. Στόχος της συγκεκριμένης ημέρας είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού γύρω από τις ιογενείς ηπατίτιδες, η ενημέρωση για τους τρόπους μετάδοσης, πρόληψης, έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας των ατόμων που έχουν προσβληθεί, αλλά και η εξάλειψη της αδικαιολόγητης ανησυχίας, του φόβου και των προκαταλήψεων που οδηγούν στη συναισθηματική και κοινωνική απομόνωση των ατόμων που έχουν μολυνθεί».

Η πρόεδρος του Κέντρου Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), κα Τζένη Κρεμαστινού
Τα παραπάνω επισημαίνει η πρόεδρος του Κέντρου Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), κα Τζένη Κρεμαστινού, προσθέτοντας πως «η ιογενής ηπατίτιδα εξακολουθεί να μαστίζει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη και αποτελεί τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Οι ασθενείς με χρόνια λοίμωξη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη κίρρωσης και ηπατοκυτταρικού καρκίνου, επιπλοκές που είναι υπεύθυνες για 1 εκατομμύριο θανάτους παγκοσμίως τον χρόνο. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση των ιογενών ηπατιτίδων.
Από το 1982 υπάρχει ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β, που είναι το πρώτο προληπτικό εμβόλιο κατά του καρκίνου του ήπατος. Ο εμβολιασμός έναντι της ηπατίτιδας Β έχει συμπεριληφθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού της χώρας μας και είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της νόσου και των επιπλοκών της. Επιπλέον, η χρήση συνδυασμού αντι-ιικών φαρμάκων έχει συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση της ιογενούς ηπατίτιδας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ηπατίτιδα C θεωρείται σήμερα ιάσιμη, δεδομένου ότι τα φάρμακα που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια και χορηγούνται ως δισκία, έχουν ισχυρή αντι-ιική δράση και αυξάνουν το ποσοστό ανταπόκρισης στη θεραπεία με ταυτόχρονη μείωση της διάρκειάς της.
Πληθώρα νέων φαρμάκων, που έχουν ανταπόκριση 95%-98% βρίσκονται σε στάδιο κλινικών δοκιμών».
Σημειώνεται ότι τo Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) καταβάλλει προσπάθεια για την πρόληψη της μετάδοσης των Ιογενών Ηπατιτίδων, τη βελτίωση της περίθαλψης και της ποιότητας ζωής, καθώς και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των προσβληθέντων από τη νόσο ατόμων. Το Γραφείο Ηπατιτίδων του ΚΕΕΛΠΝΟ είναι στη διάθεση του κοινού και των επαγγελματιών υγείας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή πληροφορία. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να καλούν στους αριθμούς 210-5215178 και 210-5212183. Επίσης, σημαντικές πληροφορίες παρέχονται μέσω της ιστοσελίδας www.keelpno.gr.

Ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Αθανάσιος Τσακρής
Η σημασία της διάγνωσης
«Οι περισσότεροι ασθενείς», επισημαίνει από την πλευρά του ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Αθανάσιος Τσακρής, «αγνοούν την παρουσία τού ιού στο αίμα τους για πολλά χρόνια μετά τη μόλυνση, λόγω της απουσίας συμπτωμάτων και μπορεί να μεταδίδουν χωρίς τη θέλησή τους τους ιούς. Για τον λόγο αυτόν, το κυριότερο πιθανώς μέτρο που θα διασπάσει την αλυσίδα της μετάδοσης των ιογενών ηπατιτίδων είναι η προληπτική ανίχνευση των φορέων των ιών με απλές εργαστηριακές εξετάσεις. Στο πλαίσιο της προληπτικής ιατρικής συστήνεται να γίνεται εξέταση σε τακτά χρονικά διαστήματα για ηπατίτιδα Β και C. Σε απουσία αντισωμάτων για ηπατίτιδα Β, έχει ένδειξη ο εμβολιασμός. Ευνόητο είναι ότι οι οροθετικοί άνθρωποι για ηπατίτιδα Β ή C θα πρέπει να ενημερώνονται για τους ενδεικνυόμενους τρόπους αντιμετώπισης της νόσου και αποφυγής της μετάδοσης στην κοινότητα».
Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από τους ιούς της ηπατίτιδας Β και C με τρόπους όπως:
• Μεταγγίσεις αίματος και παραγώγων του αίματος, κυρίως την εποχή που δεν υπήρχε συστηματικός έλεγχος του αίματος, δηλαδή πριν από το 1990.
• Ιατρικές ή οδοντιατρικές επεμβάσεις με τη χρήση ανεπαρκώς αποστειρωμένου εξοπλισμού.
• Κατά τη γέννηση, στο νεογνό από τη μητέρα.
• Με τη χρήση κοινών συρίγγων και βελόνων για λήψη ενδοφλέβιων ουσιών από τους τοξικομανείς ή σύνεργων για την εισπνοή κοκαΐνης.
• Με την κοινή οικιακή χρήση ξυραφιών ή οδοντόβουρτσων.
• Με τα τατουάζ με μη αποστειρωμένο εξοπλισμό.
• Σε κάποιες περιοχές, όπως ειδικά στην Αίγυπτο μέχρι το 1970, υπήρξαν εκατομμύρια μολύνσεις με τον ιό της ηπατίτιδας C, από μαζικούς εμβολιασμούς με χρήση κοινών συρίγγων.
Ο κ. Τσακρής σημειώνει ότι «η ηπατίτιδα Β μεταδίδεται εύκολα με τη σεξουαλική επαφή και πέρα από το αίμα και με επαφή με άλλα σωματικά υγρά (σάλιο, σπέρμα, κολπικά υγρά) ενός ατόμου που είναι φορέας του ιού. Για να μην υπάρχει, όμως, υπερβολική ανησυχία, ας σημειωθεί ότι είναι απίθανη η μετάδοση με τα φιλιά ή με τη χρήση κοινών μαχαιροπίρουνων. Η ηπατίτιδα C, αντίθετα από την ηπατίτιδα Β, μεταδίδεται κυρίως με επαφή με μολυσμένο αίμα και πολύ σπάνια με τη σεξουαλική επαφή, ενώ μπορεί να μεταδοθεί κατά τη γέννηση από τη μολυσμένη μητέρα στο νεογνό της. Η μετάδοσή της με άλλα σωματικά υγρά είναι πολύ σπάνια, αν και αυτό δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί πλήρως. Πάντως σήμερα, μεγάλη πλειονότητα των ιογενών ηπατιτίδων θεωρείται ότι μεταδίδεται κυρίως με τη χρήση κοινών συρίγγων για ενδοφλέβιες ενέσεις ναρκωτικών ουσιών».
Πρόληψη
Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β έχει γίνει εφικτή την τελευταία εικοσιπενταετία μέσω του εμβολιασμού, που είναι απόλυτα ασφαλής και αποτελεσματικός και αποτελεί πλέον μέρος των εμβολιασμών της παιδικής ηλικίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πάνω από ένα δισεκατομμύριο δόσεις εμβολίου για την ηπατίτιδα Β έχουν χορηγηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ιστορικά το εμβόλιο υπήρξε αποτελεσματικό στο 95% των περιπτώσεων. Τα μη εμβολιασμένα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο μετάδοσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν προφυλακτικό στις σεξουαλικές επαφές τους ή να μη μοιράζονται βελόνες, αλλά και άλλα αντικείμενα που μπορούν να μεταδώσουν τον ιό, όπως οδοντόβουρτσες, ξυράφια και ονυχοκόπτες. Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγονται τα τατουάζ σε μη εξουσιοδοτημένα κέντρα.
Το ποσοστό της λοίμωξης από την ηπατίτιδα C στον γενικό πληθυσμό της Ελλάδας υπολογίζεται σε 1,9%, με περίπου 200.000 άτομα να έχουν μολυνθεί από τον ιό. Η ηπατίτιδα C διαφέρει από την ηπατίτιδα Β σε σημαντικά της χαρακτηριστικά. Μετά την αρχική μόλυνση, το 80% των περιπτώσεων ηπατίτιδας C μεταπίπτει σε χρονιότητα, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι σε θέση να απομακρύνει τον ιό, σε αντίθεση με την ηπατίτιδα Β που αυτοϊάται σε ποσοστό περίπου 90%. Η χρόνια λοίμωξη μετά από 15-30 χρόνια μπορεί να εξελιχθεί σε ηπατική κίρρωση ή καρκίνο. Σε αντίθεση, επίσης, με την ηπατίτιδα Β, δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο για την ηπατίτιδα C, η οποία συνεχίζει να μεταδίδεται με αμείωτους ρυθμούς μεταξύ των χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών. Για τον λόγο αυτόν, κομβική σημασία έχει η έγκαιρη προληπτική ανίχνευση όσων νοσούν από ηπατίτιδα C, ώστε να αποφεύγεται η επαφή με μολυσμένες βελόνες στους τοξικομανείς ή η κοινή χρήση οδοντόβουρτσας ή ξυραφιών στο οικογενειακό περιβάλλον.
Η διάγνωση της ηπατίτιδας Β στο αίμα των φορέων στηρίζεται στην ανίχνευση του επιφανειακού αντιγόνου της ηπατίτιδας Β (HBsAg). Tο αντιγόνο αυτό είναι τμήμα του ιού και συνήθως εμφανίζεται στο αίμα 6 έως 12 εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Οταν η εξέταση είναι θετική, ο ασθενής έχει ηπατίτιδα Β και πρέπει να γίνουν επιπλέον εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν η μόλυνση είναι πρόσφατη ή παλαιότερη, αν προκαλεί ηπατικές βλάβες και αν χρειάζεται θεραπεία. Αν αναπτυχθούν τα προστατευτικά αντισώματα anti-HBs, ο οργανισμός έχει απομακρύνει αποτελεσματικά τον ιό της ηπατίτιδας Β και δεν υπάρχει κίνδυνος μελλοντικής λοίμωξης. Για την ηπατίτιδα C, πρέπει πρώτα ο ασθενής να ελεγχθεί για την ύπαρξη των αντισωμάτων anti-HCV. Τα αντισώματα anti-HCV εμφανίζονται στο αίμα επτά έως εννέα εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Η ανίχνευση των αντισωμάτων δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι ό ιός κυκλοφορεί στο αίμα. Για τον λόγο αυτόν, μετά την αρχική ανίχνευση των anti-HCV αντισωμάτων, θα πρέπει ο ασθενής να εξεταστεί με ειδικές μοριακές τεχνικές για την παρουσία και τη συγκέντρωση του ίδιου του ιού της ηπατίτιδας C, ώστε να είναι βέβαιη η παρουσία του ιού στο αίμα, αλλά και η ποσότητά του, που συνδέεται με τη μολυσματικότητα του ασθενούς.
Νέα φάρμακα
«Πρόσφατα», υπογραμμίζει ο κ. Τσακρής, «έχουν κυκλοφορήσει νέα αντιϊκά φάρμακα που περιορίζουν στο ελάχιστο την κυκλοφορία του ιού στο αίμα και οδηγούν ακόμη και σε πλήρη ίαση της ιογενούς ηπατίτιδας. Αν και το κόστος της θεραπείας είναι μεγάλο, το όφελος είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερο. Η θεραπεία βελτιώνει την υγεία και τη ζωή των ασθενών και σε υψηλό ποσοστό μπορεί πλέον να εκριζώσει τον ιό, κυρίως της ηπατίτιδας C, ακόμη και όλους τους γονότυπούς της. Πέρα από τη μεγάλη σημασία για τον ίδιο τον ασθενή, είναι σημαντικό ότι δεν μπορεί πλέον να μεταδώσει τον ιό σε άλλους. Η εξέλιξη αυτή ανάγει τα φάρμακα αυτά σε φάρμακα δημόσιας υγείας. Χωρίς θεραπεία η λοίμωξη μπορεί να καταλήξει σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο, επιπλοκές που επιβαρύνουν την πρόγνωση του ασθενούς, αλλά αυξάνουν πολύ και το κόστος νοσηλείας.
Ομως, σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, το υψηλό κόστος της θεραπείας και η καθυστέρηση στην πρόσβαση στα φάρμακα αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τους ασθενείς. Για τον λόγο αυτόν, η “Παγκόσμια Συμμαχία για την Ηπατίτιδα” διακηρύσσει ότι στην εποχή μας πρέπει να “παγκοσμιοποιηθεί” η Υγεία, έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να έχουν ισότιμη πρόσβαση στις αναγκαίες θεραπείες, σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανεξάρτητα από το πού ζουν. Δεν θα πρέπει να είναι αποδεκτό το γεγονός ότι μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα πρέπει να αναμένουν χρόνια μέχρι να προμηθευτούν τα φάρμακα και να πρέπει να πληρώνουν απρόσιτα χρηματικά ποσά. Η στρατηγική της “Συμμαχίας για την ηπατίτιδα” περιλαμβάνει την κινητοποίηση των συντελεστών εκείνων που συμβάλλουν στην εξασφάλιση προσιτών τιμών για τα φάρμακα των ασθενών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην εξαλείψουν το κίνητρο της βιομηχανίας για έρευνα και εξέλιξη των φαρμάκων».
